- τρίμερο
- το, Νβλ. τρίμερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρίμερος — η, ο, Ν 1. (συγκεκομμένος τ.) τριήμερος 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίμερο νηστεία με αποχή από κάθε τροφή που γίνεται κατά τις τρεις πρώτες μέρες τής Σαρακοστής 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρίμερα μνημόσυνο που τελείται κατά την τρίτη μέρα από τον… … Dictionary of Greek
Ιουλία — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Άγκυρα με πνιγμό σε λίμνη μαζί με τις Αλεξάνδρα, Ευφρασία, Θεοδότη, Κλαυδία, Ματρώνα, Τεκούσα και Φαεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Μαΐου. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής… … Dictionary of Greek
τρίμερος — η, ο 1. τριήμερος (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., τρίμερο, το νηστεία τριών ημερών από την Καθαρή Δευτέρα ως τον εσπερινό της Τετάρτης. 3. πληθ., τρίμερα, τα μνημόσυνο την τρίτη ημέρα από το θάνατο κάποιου. 4. ονομασία του φυτού κυκλάμινο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)